- κατάμοιχος
- κατάμοιχος, ὁ (Α)αυτός που έχει επανειλημμένα διαπράξει το αδίκημα τής μοιχείας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάμοιχοι — κατάμοιχος adulterer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμοιχεύω — (Α) [κατάμοιχος] παρασύρω σε μοιχεία, διαφθείρω … Dictionary of Greek
καταμοιχώμαι — καταμοιχῶμαι, άομαι (Α) [κατάμοιχος] διαπράττω μοιχεία … Dictionary of Greek
μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… … Dictionary of Greek